- κινητέος
- κῑνητέος , κινητέοςto be movedmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κινητέα — κῑνητέα , κινητέος to be moved neut nom/voc/acc pl κῑνητέᾱ , κινητέος to be moved fem nom/voc/acc dual κῑνητέᾱ , κινητέος to be moved fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κῑνητέα , κινητής one that sets going masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητέον — κῑνητέον , κινητέος to be moved masc acc sg κῑνητέον , κινητέος to be moved neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητέοι — κῑνητέοι , κινητέος to be moved masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)